- νεροκολοκύθα
- νεροκολοκύθα, η και νεροκολόκυθο, τοο καρπός της νεροκολοκύθας, που το σκληρό του κέλυφος γίνεται άντλημα, υδροδοχείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολοκυνθαρύταινα — κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α) αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»] … Dictionary of Greek
κολοκύθα — η 1. μεγάλο κολοκύθι 2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους τού φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση τού συμπλέγματος νθ για ευφωνικούς λόγους… … Dictionary of Greek
κολοκύθι — το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν) νεοελλ. 1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» ή, απλώς, «κολοκύθια» λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία 2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι… … Dictionary of Greek
νεροκολόκυθο — το, και νεροκολοκύθα, η ο καρπός τής νεροκολοκυθιάς … Dictionary of Greek
τσουγγράνα — και τσουγκράνα και τζουγγράνα και τζουγκράνα και ζουγκράνα, η, Ν 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια, προσαρμοσμένα στο άκρο ξύλινου στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού χώματος τών κήπων από πέτρες και άλλα άχρηστα… … Dictionary of Greek
τσουγκράνα — η 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια προσαρμοσμένο σε στειλιάρι για την απομάκρυνση των λιθαριών από το χώμα. 2. ξύλινος πήχης με τρύπες για το ξεμπέρδεμα μπερδεμένου νήματος. 3. ξερό κολοκύθι, νεροκολοκύθα, γκρατζούνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)